πιρ

πιρ
(peer). Βαθμός της ανώτατης αριστοκρατίας στη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία. Εμφανίστηκε στον Μεσαίωνα. Στη Γαλλία καταργήθηκε το 1789 αλλά ίσχυσε και πάλι στην περίοδο 1814-1848. Στη Μεγάλη Βρετανία ισχύει ακόμα και όσοι φέρουν τον τίτλο αυτό είναι μέλη της Βουλής των Λόρδων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Πιρ, Ζορζ — (Pire, 1910 – 1969). Βέλγος ιερωμένος. Διετέλεσε καθηγητής της φιλοσοφίας και διηύθυνε παράλληλα πολλά φιλανθρωπικά ιδρύματα. Στη διάρκεια του B΄ Παγκοσμίου πολέμου, πήρε μέρος στην Αντίσταση, ως ιερέας των αντιστασιακών οργανώσεων. Το 1949… …   Dictionary of Greek

  • Πιρ, Σουλτάν Αμπντάλ — (16ος αι.). Ψευδώνυμο του Τούρκου ποιητή Χαϊντάρ. Καταγόταν από το χωριό Μπανάζ, στο βιλαέτι του Σιβάς. Ο ποιητής ήταν αρχηγός της αντιφεουδαρχικής εξέγερσης του Κιζιλμπάς που φούντωσε εκείνο τον καιρό, σε διάφορες περιοχές της Ανατολίας. Για την …   Dictionary of Greek

  • Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… …   Dictionary of Greek

  • Ντακότα, Νότια — (South Dakota). Πολιτεία (196.576 τ. χλμ., 760.100 κάτ. το 2003)των βορειοκεντρικών ΗΠΑ, που συνορεύει προς Β με τη Βόρεια Ντακότα, στα Δ με τη Μοντάνα και την Γουαϊόμινγκ, στα Ν με τη Νεμπράσκα και στα Α με τη Μινεσότα και την Αϊόβα· τα σύνορα… …   Dictionary of Greek

  • Халькопирит — [πίρ (οир) огонь] м л, CuFeS2. Две модиф.: тетр. и куб. высокотемпературная. Куб. X. не гомогенен, а состоит из тонких пластинчатых и решетчатых срастаний куб. и тетр. модиф. X. Габ.: псевдотетраэдрический, реже… …   Геологическая энциклопедия

  • σουφισμός — Ο ισλαμισμός «μυστικισμός» (από την αραβική λέξη σουφ=μαλλί), επειδή οι πρώτοι μουσουλμάνοι ασκητές φορούσαν ενδυμασία από χοντρό μάλλινο ύφασμα). Το σημαντικότερο κέντρο των ισλαμικών ασκητομυστικιστικών τάσεων υπήρξε το Ιράκ και ιδιαίτερα η… …   Dictionary of Greek

  • Πακιστάν — Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει στα Β με την Κίνα, στα Δ με το Αφγανιστάν και το Ιράν, στα Α με την Ινδία ενώ στα Ν βρέχεται από την Αραβική Θάλασσα.Tο Πακιστάν είναι μια «ινδική» χώρα υπό την έννοια ότι γεωγραφικά αποτελεί μέρος της «ινδικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”